Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Ετυμολογία επεξεργασία

-μολπος < μολπ(ή) (τραγούδι) (< μέλπω (τραγουδάω)) + -ος

Επίθημα επεξεργασία

-μολπος

  • δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό επιθέτων ή ουσιαστικών που εκφράζει σχέση με το τραγούδι με τον τρόπο που ορίζει το πρώτο συνθετικό.
    εὔμολπος (που τραγουδάει ωραία)

Δείτε επίσης επεξεργασία