εὔμολπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔμολπος | τὸ | εὔμολπον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐμόλπου | τοῦ | εὐμόλπου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐμόλπῳ | τῷ | εὐμόλπῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔμολπον | τὸ | εὔμολπον | ||
κλητική ὦ! | εὔμολπε | εὔμολπον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὔμολποι | τὰ | εὔμολπᾰ | ||
γενική | τῶν | εὐμόλπων | τῶν | εὐμόλπων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐμόλποις | τοῖς | εὐμόλποις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐμόλπους | τὰ | εὔμολπᾰ | ||
κλητική ὦ! | εὔμολποι | εὔμολπᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐμόλπω | τὼ | εὐμόλπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐμόλποιν | τοῖν | εὐμόλποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὔμολπος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που τραγουδάει γλυκά
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις μολπεύω και μολπάζω
Πηγές
επεξεργασία- εὔμολπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔμολπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.