Δείτε επίσης: Εὔμολπος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὔμολπος τὸ εὔμολπον
      γενική τοῦ/τῆς εὐμόλπου τοῦ εὐμόλπου
      δοτική τῷ/τῇ εὐμόλπ τῷ εὐμόλπ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔμολπον τὸ εὔμολπον
     κλητική ! εὔμολπε εὔμολπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὔμολποι τὰ εὔμολπ
      γενική τῶν εὐμόλπων τῶν εὐμόλπων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐμόλποις τοῖς εὐμόλποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐμόλπους τὰ εὔμολπ
     κλητική ! εὔμολποι εὔμολπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐμόλπω τὼ εὐμόλπω
      γεν-δοτ τοῖν εὐμόλποιν τοῖν εὐμόλποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔμολπος < (εὖ) εὔ- + -μολπος

  Επίθετο επεξεργασία

εὔμολπος, -ος, -ον

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις μολπεύω και μολπάζω

  Πηγές επεξεργασία