εὐμολπέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εὐμολπέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεὐμολπέω/ εὐμολπῶ
- τραγουδώ καλά
- ※ 8ος/7oς πκε αιώνας ⌘Hymni Homerici, Ὁμηρικοὶ ὕμνοι, IV. Εἰς Ἑρμῆν, στίχ. 478 (στίχοι 478-479) @scaife.perseus
- εὐμόλπει μετὰ χερσὶν ἔχων λιγύφωνον ἑταίρην, | καλὰ καὶ εὖ κατὰ κόσμον ἐπιστάμενος ἀγορεύειν.
- ※ 8ος/7oς πκε αιώνας ⌘Hymni Homerici, Ὁμηρικοὶ ὕμνοι, IV. Εἰς Ἑρμῆν, στίχ. 478 (στίχοι 478-479) @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μολπεύω και μολπάζω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εὐμολπέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐμολπέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.