ἐρασιπλόκαμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐρασιπλόκαμος, -ος, -ον
- που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, που έχει μπούκλες που σε κάνουν να την ερωτευτείς
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 137 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.136-4.137)
- ἐσσύμενοι δ᾽ εἴσω κατέσταν· τῶν δ᾽ ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν | Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά·
- Μπήκανε μέσα ορμητικά και πήρανε τη θέση τους, κι εκείνος, ως τους άκουσε, ξεκίνησε να τους προϋπαντήσει, | ο γόνος της ωριόμαλλης Τυρώς.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἐσσύμενοι δ᾽ εἴσω κατέσταν· τῶν δ᾽ ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν | Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Ἀδώνιδος, θυμίαμα ἀρώματα, στιχ. 8-9
- Κύπριδος γλυκερὸν θάλος, ἔρνος ἔρωτος, | Φερσεφόνης ἐρασιπλοκάμου λέκτροισι λοχευθείς,
- το γλυκύ τέκνον της Κύπριδος, βλαστάρι του έρωτα, | που γεννήθηκες στα κρεββάτια της Περσεφόνης με τα όμορφα μαλλιά
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Κύπριδος γλυκερὸν θάλος, ἔρνος ἔρωτος, | Φερσεφόνης ἐρασιπλοκάμου λέκτροισι λοχευθείς,
- ≈ συνώνυμα: ἐρατοπλόκαμος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 137 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.136-4.137)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐρασιπλόκαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.