→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρασιπλόκαμος τὸ ἐρασιπλόκαμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐρασιπλοκάμου τοῦ ἐρασιπλοκάμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐρασιπλοκάμ τῷ ἐρασιπλοκάμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρασιπλόκαμον τὸ ἐρασιπλόκαμον
     κλητική ! ἐρασιπλόκαμε ἐρασιπλόκαμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρασιπλόκαμοι τὰ ἐρασιπλόκαμ
      γενική τῶν ἐρασιπλοκάμων τῶν ἐρασιπλοκάμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρασιπλοκάμοις τοῖς ἐρασιπλοκάμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρασιπλοκάμους τὰ ἐρασιπλόκαμ
     κλητική ! ἐρασιπλόκαμοι ἐρασιπλόκαμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρασιπλοκάμω τὼ ἐρασιπλοκάμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρασιπλοκάμοιν τοῖν ἐρασιπλοκάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρασιπλόκαμος < ἐρασι- + πλόκαμος < ἐράω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐρασιπλόκαμος, -ος, -ον


Συγγενικά

επεξεργασία