ἀντεράω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀντεράω / ἀντερῶ (συνηρημένο)
- ανταποδίδω τον έρωτα
- ανταγωνίζομαι κάποιον ως εραστής, είμαι αντεραστής (με δοτική ή με δοτική και αιτιατική)
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 8.3, @scaife.perseus
- ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Νικήρατος, ὡς ἐγὼ ἀκούω, ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 8.3, @scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ἐράω
Πηγές επεξεργασία
- ἀντεράω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀντεράω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.