ἀντεράω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀντεράω / ἀντερῶ (συνηρημένο)
- ανταποδίδω τον έρωτα
- ανταγωνίζομαι κάποιον ως εραστής, είμαι αντεραστής (με δοτική ή με δοτική και αιτιατική)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἐράω
Πηγές
επεξεργασία- ἀντεράω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀντεράω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.