Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντεράω < ἀντ- + ἐράω

ἀντεράω / ἀντερῶ (συνηρημένο)

  1. ανταποδίδω τον έρωτα
  2. ανταγωνίζομαι κάποιον ως εραστής, είμαι αντεραστής (με δοτική ή με δοτική και αιτιατική)
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 8.3, @scaife.perseus
    ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Νικήρατος, ὡς ἐγὼ ἀκούω, ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἐράω