Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαπήνωρ < ἀγάπη + ἠνορέη (= ἀνήρ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγαπήνωρ αρσενικό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • επίθετο χωρίς θηλυκό ή ουδέτερο τύπο φερόμενο ως ουσιαστικό