ἀνδρεῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀνδρεῖος, -α, -ον, συγκριτικός : ἀνδρειότερος, υπερθετικός : ἀνδρειότατος
- ανδρικός, που έχει σχέση με άντρες
- αρρενωπός, ανδροπρεπής
- δυνατός, ρωμαλέος
- πεισματάρης
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : ἀνδρήιος, -η, -ον
Παράγωγα
επεξεργασία- (ουσιαστικοποιημένο) τό ἀνδρεῖον, τά ἀνδρεῖα
- ανδρείως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- γυναικεῖος
- το νεοελληνικό ανδρείος (γενναίος)
Πηγές
επεξεργασία- ἀνδρεῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνδρεῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.