Δείτε επίσης: ανδρείος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀνδρεῖος ἀνδρεί τὸ ἀνδρεῖον
      γενική τοῦ ἀνδρείου τῆς ἀνδρείᾱς τοῦ ἀνδρείου
      δοτική τῷ ἀνδρεί τῇ ἀνδρεί τῷ ἀνδρεί
    αιτιατική τὸν ἀνδρεῖον τὴν ἀνδρείᾱν τὸ ἀνδρεῖον
     κλητική ! ἀνδρεῖε ἀνδρεί ἀνδρεῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀνδρεῖοι αἱ ἀνδρεῖαι τὰ ἀνδρεῖ
      γενική τῶν ἀνδρείων τῶν ἀνδρείων τῶν ἀνδρείων
      δοτική τοῖς ἀνδρείοις ταῖς ἀνδρείαις τοῖς ἀνδρείοις
    αιτιατική τοὺς ἀνδρείους τὰς ἀνδρείᾱς τὰ ἀνδρεῖ
     κλητική ! ἀνδρεῖοι ἀνδρεῖαι ἀνδρεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνδρείω τὼ ἀνδρεί τὼ ἀνδρείω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνδρείοιν τοῖν ἀνδρείαιν τοῖν ἀνδρείοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνδρεῖος, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αλκμάνα < (ἀνήρ) ἀνδρ- + -εῖος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνδρεῖος, -α, -ον, συγκριτικός: ἀνδρειότερος, υπερθετικός:  ἀνδρειότατος

  1. ανδρικός, που έχει σχέση με άντρες
  2. αρρενωπός, ανδροπρεπής
  3. δυνατός, ρωμαλέος
  4. πεισματάρης

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία