ιμερτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιμερτός | η | ιμερτή | το | ιμερτό |
γενική | του | ιμερτού | της | ιμερτής | του | ιμερτού |
αιτιατική | τον | ιμερτό | την | ιμερτή | το | ιμερτό |
κλητική | ιμερτέ | ιμερτή | ιμερτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιμερτοί | οι | ιμερτές | τα | ιμερτά |
γενική | των | ιμερτών | των | ιμερτών | των | ιμερτών |
αιτιατική | τους | ιμερτούς | τις | ιμερτές | τα | ιμερτά |
κλητική | ιμερτοί | ιμερτές | ιμερτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαιμερτός, -ή, -ό < ιμείρω
Επίθετο
επεξεργασίααρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο