↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σελιδοδείκτης οι σελιδοδείκτες
      γενική του σελιδοδείκτη των σελιδοδεικτών
    αιτιατική τον σελιδοδείκτη τους σελιδοδείκτες
     κλητική σελιδοδείκτη σελιδοδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βιβλίο με σελιδοδείκτη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σελιδοδείκτης < σελίδ(α) + -ο- + δείκτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σελιδοδείκτης και σελιδοδείχτης αρσενικό

  1. αντικείμενο που επιτρέπει στον αναγνώστη ενός βιβλίου να ξαναβρεί εύκολα τη σελίδα που διάβαζε
  2. (πληροφορική) (διαδίκτυο) ορόσημο που επιτρέπει την εύκολη επιστροφή σε μια ιστοσελίδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία