ορόσημο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορόσημο | τα | ορόσημα |
γενική | του | ορόσημου & οροσήμου |
των | ορόσημων & οροσήμων |
αιτιατική | το | ορόσημο | τα | ορόσημα |
κλητική | ορόσημο | ορόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαορόσημο ουδέτερο
- σημάδι που τοποθετείται προς κατάδειξη των ορίων μιας έκτασης
- γεγονός ή στιγμή που συνιστά σταθμό στην ιστορία
- Η αντιπαράθεσή μας θα αποτελέσει ορόσημο για την υπόλοιπη ζωή μας.