Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
landmark landmarks

  Ετυμολογία επεξεργασία

landmark < land + mark

  Ουσιαστικό επεξεργασία

landmark (en)

  1. το ορόσημο, το τοπόσημο
    a prominent landmark - περίβλεπτο ορόσημο

  Πηγές επεξεργασία