Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
landmark
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
landmark
landmarks
Ετυμολογία
επεξεργασία
landmark
<
land
+
mark
Ουσιαστικό
επεξεργασία
landmark
(en)
το
ορόσημο
, το
τοπόσημο
⮡
a prominent
landmark
- περίβλεπτο
ορόσημο
Πηγές
επεξεργασία
landmark
-
Oxford Learner's Dictionaries