τοπόσημο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοπόσημο | τα | τοπόσημα |
γενική | του | τοπόσημου & τοποσήμου |
των | τοπόσημων & τοποσήμων |
αιτιατική | το | τοπόσημο | τα | τοπόσημα |
κλητική | τοπόσημο | τοπόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατοπόσημο ουδέτερο
- (νεολογισμός) το χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς σε μια περιοχή ή έναν τόπο
- ※ Η έκδοση διασώζει εικόνες και ιστορίες 80 παλιών καφενείων από όλη την Ελλάδα, διαχρονικών τοποσήμων όπως το καφενείο του Πάρβα στη Χώρα της Αμοργού ή το αρχοντικό «Ολύμπια» στο Λιστόν της Κέρκυρας. (*)
- ※ Το γεφύρι της Άρτας, εκτός από σημαντικό μνημείο νεοελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αποτελεί και αξιόλογο τοπόσημο της περιοχής. (*)