jalon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jalon | jalons |
Ουσιαστικό επεξεργασία
jalon (fr)
- ξύλινος ή μεταλλικός πάσσαλος που χρησιμεύει στη μέτρηση ή στην ένδειξη μιας κατεύθυνσης
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) σημείο αναφοράς, το ορόσημο