ενικός         πληθυντικός  
jalon jalons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jalon (fr)

  1. ξύλινος ή μεταλλικός πάσσαλος που χρησιμεύει στη μέτρηση ή στην ένδειξη μιας κατεύθυνσης
  2. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) σημείο αναφοράς, το ορόσημο

Συγγενικά

επεξεργασία