ενικός         πληθυντικός  
jalonneur jalonneurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jalonneur (fr) αρσενικό

  1. εργάτης που τοποθετεί χιλιομετρικούς πασσάλους
  2. στρατιώτης που δείχνει μια κατεύθυνση ή πορεία

Συγγενικά

επεξεργασία