προνομιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προνομιακός < από το ουσ. προνόμιο
Επίθετο επεξεργασία
προνομιακός
- Αυτός που αποδίδει προνόμια
- Είναι σκανδαλώδης η προνομιακή αντιμετώπιση ορισμένων επιχειρηματικών συμφερόντων από το κράτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προνομιακός