dominant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdominant (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dominant | dominants |
θηλυκό | dominante | dominantes |
Επίθετο
επεξεργασίαdominant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dominer