παλικαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παλικαράκι | τα | παλικαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παλικαράκι | τα | παλικαράκια |
κλητική | παλικαράκι | παλικαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλικαράκι < παλικάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.li.kaˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λι‐κα‐ρά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλικαράκι ουδέτερο
- αγόρι στην παιδική ή την εφηβική ηλικία
- ※ Ο Πέτρος ήταν τότε παλικαράκι δεκαεφτά χρονώ. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
- (μειωτικό) κάποιος που παριστάνει το παλικάρι, το γενναίο ή τον νταή
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- παλικαράκι της φακής: ο δειλός που παριστάνει το γενναίο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παλικάρι
παλικαράκι
|