παλικαρίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλικαρίσιος | η | παλικαρίσια | το | παλικαρίσιο |
γενική | του | παλικαρίσιου | της | παλικαρίσιας | του | παλικαρίσιου |
αιτιατική | τον | παλικαρίσιο | την | παλικαρίσια | το | παλικαρίσιο |
κλητική | παλικαρίσιε | παλικαρίσια | παλικαρίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλικαρίσιοι | οι | παλικαρίσιες | τα | παλικαρίσια |
γενική | των | παλικαρίσιων | των | παλικαρίσιων | των | παλικαρίσιων |
αιτιατική | τους | παλικαρίσιους | τις | παλικαρίσιες | τα | παλικαρίσια |
κλητική | παλικαρίσιοι | παλικαρίσιες | παλικαρίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλικαρίσιος < παλικάρ(ι) + -ίσιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.li.kaˈɾi.sçɔs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λι‐κα‐ρί‐σιος
Επίθετο
επεξεργασίαπαλικαρίσιος, -α, -ο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη παλικάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γενναίος
παλικαρίσιος
|