Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλικαρίστικος η παλικαρίστικη το παλικαρίστικο
      γενική του παλικαρίστικου της παλικαρίστικης του παλικαρίστικου
    αιτιατική τον παλικαρίστικο την παλικαρίστικη το παλικαρίστικο
     κλητική παλικαρίστικε παλικαρίστικη παλικαρίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλικαρίστικοι οι παλικαρίστικες τα παλικαρίστικα
      γενική των παλικαρίστικων των παλικαρίστικων των παλικαρίστικων
    αιτιατική τους παλικαρίστικους τις παλικαρίστικες τα παλικαρίστικα
     κλητική παλικαρίστικοι παλικαρίστικες παλικαρίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλικαρίστικος < παλικάρ(ι) + -ίστικος

  Επίθετο επεξεργασία

παλικαρίστικος