παλληκαρίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλληκαρίσιος | η | παλληκαρίσια | το | παλληκαρίσιο |
γενική | του | παλληκαρίσιου | της | παλληκαρίσιας | του | παλληκαρίσιου |
αιτιατική | τον | παλληκαρίσιο | την | παλληκαρίσια | το | παλληκαρίσιο |
κλητική | παλληκαρίσιε | παλληκαρίσια | παλληκαρίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλληκαρίσιοι | οι | παλληκαρίσιες | τα | παλληκαρίσια |
γενική | των | παλληκαρίσιων | των | παλληκαρίσιων | των | παλληκαρίσιων |
αιτιατική | τους | παλληκαρίσιους | τις | παλληκαρίσιες | τα | παλληκαρίσια |
κλητική | παλληκαρίσιοι | παλληκαρίσιες | παλληκαρίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαλληκαρίσιος -ια -ιο
- → δείτε τη λέξη παλικαρίσιος