παλικαρίσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλικαρίσια < παλικαρίσιος
Επίρρημα
επεξεργασίαπαλικαρίσια
- με παλικαρίσιο τρόπο, όπως κάνουν τα παλικάρια, με θάρρος
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλικαρίσια
παλικαρίσια