Ετυμολογία

επεξεργασία
delikanlı < deli + kan + -lı (κυριολεκτικά: "αυτός που έχει τρελό αίμα")
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ντελικανλής, ντελικανής, ντεληκανής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

delikanlı (tr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία