Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

palikarya < νέα ελληνική παλικαριά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɑ.liˈkɑɾ.jɑ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

palikarya (tr)

  1. ένας Έλληνας παλικαράς
  2. ελληνικός νταής

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία