ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παλλικάριον τὰ παλλικάρι
      γενική τοῦ παλλικαρίου τῶν παλλικαρίων
      δοτική τῷ παλλικαρί τοῖς παλλικαρίοις
    αιτιατική τὸ παλλικάριον τὰ παλλικάρι
     κλητική ! παλλικάριον παλλικάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλλικαρίω
γεν-δοτ τοῖν  παλλικαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλλικάριον < πάλληξ, παλληκ- + υποκοριστικό επίθημα -άριον με απλοποίηση γραφής παλλικ-. Τα λεξικά[1] σχολιάζουν για το παλληκ- συνδέοντας με το παλλήκιον, παλλάκιον < πάλληξ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: παλλικάριν για θέμα παλληκ- → δείτε τη λέξη παλληκάριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλλικάριον ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. παλλικάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.