ψευτοπαλικαρού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευτοπαλικαρού, θηλυκό του ψευτοπαλικαράς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευτοπαλικαρού θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ψευτοπαλικαράς
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευτοπαλικαρού
|