Δείτε επίσης: Dey

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dey < αραβική داي (dāy) < τουρκική dayı (θείος από την πλευρά της μητέρας)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : //

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dey deys

dey (fr) αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Claude Augé (επιμ.) Nouveau Petit Larousse illustré. Dictionnaire encyclopedique, 95η έκδοση (Παρίσι, Librairie Larousse, 1929), σ. 300, λήμμα «dey».