παλληκαράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλληκαράς < παλληκάρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλληκαράς αρσενικό (θηλυκό παλληκαρού)
- → δείτε τη λέξη παλικαράς
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλληκαράς
→ δείτε τη λέξη παλικαράς |