Δείτε επίσης: Παππούς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παππούς οι παππούδες
      γενική του παππού των παππούδων
    αιτιατική τον παππού τους παππούδες
     κλητική παππού παππούδες
Κατηγορία όπως «παππούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παππούς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παππούς και πάππους < παππούας < παππίας < υποκοριστικό του πάππας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παππούς και παπούς αρσενικό

  1. (οικογένεια) ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας μου
  2. (οικείο) αυτός που είναι κάποιας προχωρημένης ηλικίας, ο γέρος
  3. (ειρωνικό) αυτός που έχει συμπεριφορά γέρου
  4. (αργκό) το εκατοστάρικο μέχρι τη δεκαετία του 1980 (στη γλώσσα των κακοποιών)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία