παππούς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παππούς | οι | παππούδες |
γενική | του | παππού | των | παππούδων |
αιτιατική | τον | παππού | τους | παππούδες |
κλητική | παππού | παππούδες | ||
Κατηγορία όπως «παππούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παππούς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παππούς και πάππους < παππούας < παππίας < υποκοριστικό του πάππας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παππούς και παπούς αρσενικό
- (οικογένεια) ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας μου
- (οικείο) αυτός που είναι κάποιας προχωρημένης ηλικίας, ο γέρος
- (ειρωνικό) αυτός που έχει συμπεριφορά γέρου
- (αργκό) το εκατοστάρικο μέχρι τη δεκαετία του 1980 (στη γλώσσα των κακοποιών)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παππούς
|