πάππας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πάππᾱς | οἱ | ...?...αι |
γενική | τοῦ | πάππου | τῶν | παππῶν |
δοτική | τῷ | πάππᾳ | τοῖς | πάππαις |
αιτιατική | τὸν | πάππᾱν | τοὺς | πάππᾱς |
κλητική ὦ! | πάππᾱ | ...?...αι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάππᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πάππαιν | ||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάππας < (ηχομιμητική λέξη), (στην παιδική γλώσσα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάππας, -ου αρσενικό (και πάπας)
- (οικογένεια) πατέρας, μπαμπάς (νηπιακή λέξη)
- ※ πάππα: προσφώνησις παι(δὸ)ς πρὸς πατέρα ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 57 (57-59)
- «Πάππα φίλ᾽, οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην | ὑψηλὴν εὔκυκλον, ἵνα κλυτὰ εἵματ᾽ ἄγωμαι | ἐς ποταμὸν πλυνέουσα, τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται;
- «Ω κύρη μου ακριβέ, δεν θ᾽ αρνηθείς στην κόρη σου | ένα αμάξι, ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο, ρούχα πολύτιμα | στον ποταμό να φέρει, να τα πλύνω, που βρίσκονται στο σπίτι λερωμένα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «Πάππα φίλ᾽, οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην | ὑψηλὴν εὔκυκλον, ἵνα κλυτὰ εἵματ᾽ ἄγωμαι | ἐς ποταμὸν πλυνέουσα, τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 645 (644-645)
- [ΒΛ.] τὰ μὲν ἄλλα λέγεις οὐδὲν σκαιῶς· εἰ δὲ προσελθὼν Ἐπίκουρος | ἢ Λευκόλοφος πάππαν με καλεῖ, τοῦτ᾽ ἤδη δεινὸν ἀκοῦσαι.
- [ΒΛ.] Ως εδώ τα κατάφερες. Όμως αν έρθουν ο Κοκός | κι ο Τοτός και με πούνε πατέρα, μοναχά που το λέω, θα μου φύει το τσερβέλο.
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- [ΒΛ.] τὰ μὲν ἄλλα λέγεις οὐδὲν σκαιῶς· εἰ δὲ προσελθὼν Ἐπίκουρος | ἢ Λευκόλοφος πάππαν με καλεῖ, τοῦτ᾽ ἤδη δεινὸν ἀκοῦσαι.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπάππας αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- πάππας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάππας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.