Δείτε επίσης: παππᾶ, παππᾷ, πάππα, παππά, Παππά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πάππᾳ αρσενικό