↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παππουδίστικος η παππουδίστικη το παππουδίστικο
      γενική του παππουδίστικου της παππουδίστικης του παππουδίστικου
    αιτιατική τον παππουδίστικο την παππουδίστικη το παππουδίστικο
     κλητική παππουδίστικε παππουδίστικη παππουδίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παππουδίστικοι οι παππουδίστικες τα παππουδίστικα
      γενική των παππουδίστικων των παππουδίστικων των παππουδίστικων
    αιτιατική τους παππουδίστικους τις παππουδίστικες τα παππουδίστικα
     κλητική παππουδίστικοι παππουδίστικες παππουδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παππουδίστικος < παππούς + -ίστικος

  Επίθετο

επεξεργασία

παππουδίστικος

  • που έχει σχέση με το παππού, ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία