avus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- avus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éwh₂os
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαavus αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avus | avī |
γενική | avī | avōrum |
δοτική | avō | avīs |
αιτιατική | avum | avōs |
κλητική | ave | avī |
αφαιρετική | avō | avīs |