γιαγιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιαγιά | οι | γιαγιές & γιαγιάδες |
γενική | της | γιαγιάς | των | γιαγιάδων |
αιτιατική | τη | γιαγιά | τις | γιαγιές & γιαγιάδες |
κλητική | γιαγιά | γιαγιές & γιαγιάδες | ||
όπως «γιαγιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γιαγιά < (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝa.ˈʝa/
- συλλαβισμός : για‐γιά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γιαγιά θηλυκό
- (οικογένεια) η μητέρα του ενός από τους γονείς ενός προσώπου
- ηλικιωμένη γυναίκα
- ρωτήσαμε μια γιαγιά να μας πει το δρόμο για το χωριό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γιαγιά
|