grandmother
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grandmother | grandmothers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
grandmother (en) (αρσενικό grandfather)
- (οικογένεια) η γιαγιά
ενικός | πληθυντικός |
grandmother | grandmothers |
grandmother (en) (αρσενικό grandfather)