Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grand-mère grand-mères

grand-mère (fr) θηλυκό (αρσενικό grand-père)

  1. η γιαγιά, η νόνα
  2. (οικείο) η γριά

Αντώνυμα

επεξεργασία