Δείτε επίσης: παππουλής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παππούλης οι παππούληδες
      γενική του παππούλη των παππούληδων
    αιτιατική τον παππούλη τους παππούληδες
     κλητική παππούλη παππούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παππούλης < παππ(ούς) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈpu.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παπ‐πού‐λης
τονικό παρώνυμο: παππουλής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παππούλης και παπούλης αρσενικό

  1. (χαϊδευτικό) ο παππούς
  2. (χαϊδευτικό) ο γεροντάκος
  3. (οικείο) παπάς ή μοναχός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη παππούς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία