Onkel
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Onkel | die | Onkel |
γενική | des | Onkels | der | Onkel |
δοτική | dem | Onkel | den | Onkeln |
αιτιατική | den | Onkel | die | Onkel |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Onkel < (άμεσο δάνειο) γαλλική oncle < λατινική avunculus (αδελφός της μητέρας) < υποκοριστικό του avus (παππούς) [1] [2]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Onkel (de) αρσενικό
- (οικογένεια) ο θείος
- Endlich werde ich meinen Onkel aus Australien wiedersehen.
- Επιτέλους θα ξαναδώ τον θείο μου από την Αυστραλία.
- Endlich werde ich meinen Onkel aus Australien wiedersehen.
- (προφορικό, οικείο) άντρας μη συγγενικός, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, μπάρμπας
- Irgendein Onkel bat mich um eine Zigarette.
- Κάποιος μπάρμπας μου ζήτησε ένα τσιγάρο.
- Irgendein Onkel bat mich um eine Zigarette.