Tante
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Tante | die | Tanten |
γενική | der | Tante | der | Tanten |
δοτική | der | Tante | den | Tanten |
αιτιατική | die | Tante | die | Tanten |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαTante (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η θεία
- Wir sollten meine Tante zur Hochzeit einladen.
- Πρέπει να καλέσουμε την θεία μου στον γάμο.
- Wir sollten meine Tante zur Hochzeit einladen.
- (προφορικό) μη συγγενική γυναίκα, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας