tante
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tante | tantes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtante (fr) θηλυκό
- (οικογένεια) η θεία
- (οικείο, χυδαίο) ομοφυλόφιλος με θηλυκούς τρόπους· πρόσωπο με θηλυκή συμπεριφορά
Πηγές
επεξεργασία- tante - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- tante - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtante (nl)
- (οικογένεια) η θεία