Δείτε επίσης: Tante
      ενικός         πληθυντικός  
tante tantes

Ετυμολογία

επεξεργασία
tante < ta + αρχαία γαλλική ante < λατινική amita (θεία από την πλευρά του πατέρα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tante (fr) θηλυκό

  1. (οικογένεια) η θεία
  2. (οικείο, χυδαίο) ομοφυλόφιλος με θηλυκούς τρόπους· πρόσωπο με θηλυκή συμπεριφορά
     συνώνυμα: pédé, tantouse, tata