εκθειασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκθειασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐκθειασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκθειασμός αρσενικό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκθειάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκθειασμός
|