εκθείαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκθείαση | οι | εκθειάσεις |
γενική | της | εκθείασης* | των | εκθειάσεων |
αιτιατική | την | εκθείαση | τις | εκθειάσεις |
κλητική | εκθείαση | εκθειάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκθειάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκθείαση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του εκθειασμός: η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκθειάζω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκθείαση
|