εκθειαστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκθειαστικά < εκθειαστικός + -ά < εκθειαστής + -ικός < εκθειάζω
Επίρρημα επεξεργασία
εκθειαστικά
- με εκθειαστικό τρόπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εκθειαστικός
- → δείτε τις λέξεις εκθειάζω, θείος και θεός
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκθειαστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εκθειαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκθειαστικό