ενεστώτας extol
γ΄ ενικό ενεστώτα extols
αόριστος extolled
παθητική μετοχή extolled
ενεργητική μετοχή extolling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
extol < λείπει η ετυμολογία

extol (en)