εγκωμιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκωμιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκωμιάζω
Μετοχή επεξεργασία
εγκωμιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εγκωμιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκωμιασμένος
|
εγκωμιασμένος, -η, -ο
|