Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ø.fe.mik/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
euphémique < euphémisme

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
euphémique euphémiques

euphémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία