Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανεύφημος η πανεύφημη το πανεύφημο
      γενική του πανεύφημου της πανεύφημης του πανεύφημου
    αιτιατική τον πανεύφημο την πανεύφημη το πανεύφημο
     κλητική πανεύφημε πανεύφημη πανεύφημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανεύφημοι οι πανεύφημες τα πανεύφημα
      γενική των πανεύφημων των πανεύφημων των πανεύφημων
    αιτιατική τους πανεύφημους τις πανεύφημες τα πανεύφημα
     κλητική πανεύφημοι πανεύφημες πανεύφημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανεύφημος < ελληνιστική κοινή πανεύφημος

  Επίθετο επεξεργασία

πανεύφημος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία