πανεύφημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανεύφημος < ελληνιστική κοινή πανεύφημος
Επίθετο
επεξεργασίαπανεύφημος
- (λόγιο) που ευφημείται σε μεγάλο βαθμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανεύφημος
|
πανεύφημος
|