πανεύφημων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπανεύφημων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πανεύφημος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πανεύφημος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πανεύφημος
πανεύφημων