επευφημητικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επευφημητικώς < επευφημητικός + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασίαεπευφημητικώς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις επευφημητικός, επευφημώ, εύφημος, ευ και φήμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία επευφημητικώς
|