ευφημία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευφημία | οι | ευφημίες |
γενική | της | ευφημίας | των | ευφημιών |
αιτιατική | την | ευφημία | τις | ευφημίες |
κλητική | ευφημία | ευφημίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευφημία < αρχαία ελληνική εὐφημία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευφημία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ευφημώ