illustre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
illustre | illustres |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαillustre (fr)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- illustre - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- illustre - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé